- μυαλωμένος
- -η, -οαυτός που έχει μυαλό, ο συνετός, ο γνωστικός: Είναι μυαλωμένη γυναίκα και μαζεύει λεφτά για ώρα ανάγκης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μυαλωμένος — και μνυαλωμένος, η, ο αυτός που έχει ορθή κρίση, συνετός, γνωστικός. επίρρ... μυαλωμένα με σκέψη, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό, κατά τα μεγαλωμένος, δυναμωμένος] … Dictionary of Greek
έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ολοόφρων — ὀλοόφρων και οὐλοόφρων όνος, ὁ, ἡ (Α) ως επίθ. 1. αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, που σκέπτεται τον θάνατο και την καταστροφή κάποιου, ολέθριος, καταστρεπτικός («ὥς τε λέων ὀλοόφρων βουσὶν ἐπελθών», Ομ. Ιλ.) 2. οξύνους, μυαλωμένος,… … Dictionary of Greek
αστρέβλωτος — η, ο 1. ο ίσιος 2. αυτός που έχει διατυπωθεί χωρίς διαστρεβλώσεις 3. ο μυαλωμένος … Dictionary of Greek
εχέφρων — ον (ΑΜ ἐχέφρων, ον) αυτός που έχει μυαλό, φρόνηση, ο μυαλωμένος, ο συνετός («σὺ οὖν ὡς ἐχέφρων, ὡς συνετή», Στουδ. Θεόδ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐχέφρον η σύνεση, η φρόνηση. επίρρ... εχεφρόνως (Α ἐχεφρόνως) με φρόνιμο τρόπο, με συνετό τρόπο.… … Dictionary of Greek
ισόφρων — ἰσόφρων, ονος ὁ (Α) αυτός που σκέπτεται ορθά, ο μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φρων (< φρην), πρβλ. θερμό φρων, κενό φρων] … Dictionary of Greek
νεφρωμένος — η, ο 1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός 2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος) … Dictionary of Greek
νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… … Dictionary of Greek
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek
νουβυστικός — νουβυστικός, ή, όν (Α) συνετός, μυαλωμένος. επίρρ... νουβυστικῶς (Α) συνετά, μυαλωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦς + βύω «κλείνω, αποφράσσω»] … Dictionary of Greek